υδροπλάνο

υδροπλάνο
το
αεροπλάνο με πλωτήρες (όχι με τροχούς) που μπορεί να προσθαλασσώνεται ή να αποθαλασσώνεται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδροπλάνο — Αεροσκάφος εφοδιασμένο με συστήματα τα οποία του επιτρέπουν να επιπλέει, να αποθαλασσώνεται και να προσθαλασσώνεται. Το υ. διαφέρει από τα αεροπλάνα στο γεγονός ότι δεν διαθέτει τροχούς. Από την άποψη αυτή υπάρχουν δύο τύποι υ.: με σκάφος και με… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • προσθαλασσώνω — προσθαλάσσωσα, προσθαλασσώθηκα, προσθαλασσωμένος, κατεβάζω υδροπλάνο ή διαστημόπλοιο στην επιφάνεια της θάλασσας: Το υδροπλάνο προσθαλασσώθηκε ομαλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • αερόσκαλα — η αποβάθρα υδροπλάνων, περιοχή τής ακτής κατάλληλα διαρρυθμισμένη για την αποβίβαση και επιβίβαση επιβατών στο υδροπλάνο, τον ανεφοδιασμό τών σκαφών αυτών και την ανέλκυσή τους στην ξηρά …   Dictionary of Greek

  • προσθαλασσώνω — Ν κατεβάζω ομαλά υδροπλάνο ή άλλη πτητική μηχανή στην επιφάνεια τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θάλασσα + κατάλ. ώνω] …   Dictionary of Greek

  • προσυδατώνω — Ν [ὑδατώνω] προσθαλασσώνω υδροπλάνο ομαλά …   Dictionary of Greek

  • υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… …   Dictionary of Greek

  • Μπρεγκέ, Λουί Σαρλ — (Luis Charles Breguet, Παρίσι 1880 – 1955). Γάλλος αεροπόρος, πρωτοπόρος των αεροναυτικών κατασκευών. Μελετητής της αεροδυναμικής, κατασκεύασε το πρώτο αεροπλάνο του το 1909 και το 1911 πέτυχε το πρώτο αεροπορικό ρεκόρ ταχύτητας σε απόσταση 10… …   Dictionary of Greek

  • αποθαλασσώνομαι — ώθηκα, ωμένος, ανυψώνομαι από τη θάλασσα: Το υδροπλάνο αποθαλασσώθηκε πολύ γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”